αντρογυναίκα

αντρογυναίκα
η
γυναίκα που μοιάζει ή φέρεται σαν άντρας: Ήταν μια αντρογυναίκα που ήξερε να βάζει όλους στη θέση τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντρογυναίκα — η 1. γυναίκα με ανδροπρεπή εμφάνιση ή συμπεριφορά 2. γυναίκα έξυπνη και ικανή σαν άντρας …   Dictionary of Greek

  • αλαμάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Ναυτικός από την Άνδρο. Υπηρέτησε στα πλοία του καπετάν Ανδρουλή, του Καρακωνσταντή και του Ιωάννη Μακρή. Πήρε μέρος στην επίθεση κατά της τουρκικής ναυαρχίδας, που ανατίναξε ο Κανάρης στη Χίο. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής …   Dictionary of Greek

  • ανδρογυναίκα — κ. αντρογυναίκα γυναίκα με ανδρική εμφάνιση ή ανδρική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • αρρενωπάς — ἀρρενωπάς ( άδος), η (ανώμαλο θηλ. του επιθ. αρρενωπός, όν) (Α) η αντρογυναίκα (μόνο για γυναίκες, «ἀρρενωπάδες ἀνδρόγυνοι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”